PROJECT Α ΚΥΚΛΟΥ
Σ.Δ.Ε. ΝΑΟΥΣΑΣ – ΤΜΗΜΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
Αλεξάνδρεια, Φεβρουάριος 2015
ΕΙΔΗ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ
Εκπαιδευόμενοι:
ΑναστάσηςΓεώργιος
Αργυρίου Σωτήριος
Ευθυμίου Δήμητρα
Καρήκλα Φανή
Κλιμπέ Χριστίνα
Κοζίδης Βασίλειος
Λιακάκης Γεώργιος
Μανωλοπούλου Θεοδοσία
Μπεκτάσης Σωτήρης
Παπαδόπουλος Αντώνιος
Παπανικολάου Ευδοξία
Περηφανόπουλος Μωυσής
Τριαγιανόπουλος Σωτήριος
Υπεύθυνοι καθηγητές:
Κωφίδου Χριστίνα, Γλωσσικός Γραμματισμός
Σαραγατσής Ευάγγελος, Αισθητικός Γραμματισμός
ΠΝΕΥΣΤΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ
Ομάδα εργασίας: Μπεκτάσης Σωτήρης, Μανωλοπούλου Θεοδοσία, Κλιμπέ Χριστίνα, Αναστάσης Γεώργιος, Λιακάκης Γεώργιος.
Η πρώτη ομάδα εργασίας ασχολήθηκε με τα πνευστά μουσικά όργανα και, συγκεκριμένα, την τρομπέτα, το κλαρίνο και το ζουρνά:
Πνευστά (αγγ. winds) μουσικά όργανα ονομάζονται τα όργανα στα οποία ο ήχος παράγεται από δόνηση του αέρα σ? ένα σωλήνα. Τα πνευστά χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: ξύλινα (αγγ. wood winds) και χάλκινα (αγγ. brass). Κάποια πνευστά όργανα είναι ο αυλός, το φλάουτο, η φλογέρα, το κλαρινέτο, το σαξόφωνο, το όμποε, το φαγκότο, η γκάιντα, η τρομπέτα, το τρομπόνι, το κόρνο, το ακορντεόν, το φλούγκερχον, το όργανο κ.ά.
ΤΡΟΜΠΕΤΑ
Η τρομπέτα είναι αερόφωνο μουσικό όργανο, με μεταλλικό επιστόμιο σε σχήμα κούπας, που ανήκει στην οικογένεια των χάλκινων πνευστών. Στην αρχική μορφή της, ως σάλπιγγα, από τους αρχαίους Έλληνες, ήταν γνωστή στους Αιγυπτίους, στους Εβραίους και τους Ρωμαίους, φτιαγμένη αρχικά από ξύλο, αργότερα από μέταλλο (μπρούντζο, ασήμι) και τέλος (όπως και σήμερα) από χαλκό. Αποτελούνταν από ένα μακρύ σωλήνα σε διάφορα μήκη που από το τέλος του 1ου μ.Χ. αιώνα και μετά φάρδυνε, καταλήγοντας σε μια μετρίου μεγέθους καμπάνα. Καθώς παρέμενε η αδυναμία του οργάνου να παράγει όλες τις νότες της κλίμακας, από τα τέλη του 18ου αιώνα επιχειρήθηκε η εισαγωγή μηχανισμού που θα βοηθούσε στην παραγωγή όλων των φθόγγων. Στις αρχές του 19ου αιώνα εισήχθησαν τα έμβολα, στην αρχή δύο και έπειτα τρία, που επέτρεπαν την εκτέλεση όλων των χρωματικών ήχων μιας κλίμακας. Από εκεί και ύστερα, ονομάζεται τρομπέτα με έμβολα, σε διάκριση από την παλαιότερη φυσική τρομπέτα. Ως στρατιωτικό, μουσικό όργανο εισήχθη στην ορχήστρα στις αρχές του 17ου αιώνα, όμως περισσότερο γνωστή έγινε στη διάρκεια του 19ου αιώνα. Έχει διαπεραστική και λαμπερή τονική χροιά και μεγάλες τεχνικές δυνατότητες. Η ανάπτυξη της δεξιοτεχνικής τεχνικής της τρομπέτας έχει κάνει πολλούς συνθέτες να τη χρησιμοποιήσουν ως μελωδικό όργανο ίδιας ευκινησίας με τα ξύλινα πνευστά και έτσι η τρομπέτα θεωρείται σήμερα δημοφιλέστατο όργανο συγκροτήματος, ιδίως στην παραδοσιακή μουσική της Μακεδονίας, καθώς και τη μουσική τζαζ.
ΚΛΑΡΙΝΟ
Το κλαρίνο είναι το βασικό όργανο της δημοτικής μας παράδοσης. Το κλαρίνο(η εύθαλος) είναι πνευστό μουσικό όργανο που ανήκει στην κατηγορία των ξύλινων πνευστών. Το κλαρίνο αποτελεί το τελευταίο μεγάλο σταθμό στην πορεία της οργανικής μουσικής στα νεοελληνικά αερόφωνα. Αποτελεί έναν από τους αντιπροσωπευτικούς συντελεστές και μαζί φορείς του πνεύματος που χαρακτηρίζει το δημοτικό τραγούδι στα τελευταία εκατόν πενήντα χρονιά. Το μεγαλοπρεπές όργανο στην συνείδηση του λαού μας ταυτίστηκε και έγινε αναπόσπαστο κομμάτι κάθε κοινωνικής εκδήλωσης. Με το κλαρίνο θα υμνήσουν την λεβεντιά και το αδούλωτο πνεύμα, θα γλεντήσουν την χαρά, τον έρωτα, την αντάμωση, το γάμο, τη βάφτιση, θα θρηνήσουν και θα ξορκίσουν τον αποχωρισμό, την ξενιτιά, το θάνατο.
Την εποχή που πρωτοεμφανίζεται το κλαρίνο γύρω στα 1835 το δημοτικό τραγούδι έχει κλείσει ουσιαστικά το δημιουργικό του κύκλο. Από τους αρχαίους χρόνους μέχρι το 1690 μ.Χ. εις την κατηγορία των πνευστών οργάνων είχε επικρατήσει ο Αυλός με διάφορες παραλλαγές και παιζόταν από τους μουσικούς που ονομάζονταν Αυλητές, αν ήταν άντρες, Αυλήτριδες αν ήταν γυναίκες. Το έτος 1690 εμφανίζεται το κλαρίνο η εύθαλος, όπως λέγεται στην ελληνική γλώσσα. Εφευρέτης του κλαρίνου φέρεται να είναι ο Γερμανός Ιωάννης Χριστόφορος Ντέννερ από τη Νυρεμβέργη. Το όργανο ονομάζεται (Heiumeau) κάλαμος, από γαλλικές εγκυκλοπαίδειες και είναι λέξη ελληνική. Να λοιπόν που και το κλαρίνο έχει κάποιες ρίζες ελληνικές. Πριν εμφανιστεί το κλαρίνο ως όργανο κατά τις διασκεδάσεις και τους αγάμους, παιζόταν στην Ήπειρο στις στρατιωτικές φιλαρμονικές.
Λέγεται πως τα πρώτα κλαρίνα ακούστηκαν στο Σαράι του Αλί πασά στα Γιάννενα. Τη θέση αυτή μας την παρέχει έμμεσα ο Γάλλος ιστορικός Φραγκίσκος Πουκεβίλ, ο οποίος ήταν ο Πρόξενος της Γαλλίας στα Γιάννενα από το 1805 έως το 1815.
Το 1800 το κλαρίνο διοχετεύτηκε στη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, τη Στερεά Ελλάδα, την Πελοπόννησο και τη Θράκη.
Όσον αφορά τον ήχο του, η χροιά του οργάνου εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό τόσο από τη δεξιοτεχνία του οργανοπαίχτη όσο και από την ποιότητα και το υλικό κατασκευής του οργάνου. Το κλαρίνο διασπάται συνήθως σε πέντε τμήματα και αποθηκεύεται σε βαλιτσάκι σε κομμάτια. Τα τμήματα αυτά του κλαρινέτου ξεκινώντας από την κορυφή είναι το επιστόμιο, το βαρελάκι, το άνω στέλεχος, το κάτω στέλεχος και η καμπάνα. Το κλαρινέτο κατασκευάζεται από ξύλο, κυρίως Αφρικανικό έβενο ή τριανταφυλλιά Ονδούρας.
Το παραδοσιακό κλαρίνο στην Ελλάδα είναι σε κλίμακα ΝΤΟ, αλλά ευρέως χρησιμοποιείται και σε ΣΙ. Στη Θράκη χρησιμοποιούν και το μεταλλικό κλαρίνο σε ΣΟΛ.
Μερικοί από τους σημαντικότερους κατασκευαστές είναι:
Η Seimer, που ιδρύθηκε στην Γαλλία.
Η Yamaha, που ιδρύθηκε στην Ιαπωνία.
Η HerbertWurlitzerστην Γερμανία.
ΖΟΥΡΝΑΣ
Ο ζουρνάς προέρχεται από τον αυλό, το κατεξοχήν πνευστό της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Αναφέρεται και ως Καραμούζα ή Πίπιζα και ανήκει στην κατηγορία των αερόφωνων οργάνων. Το υλικό κατασκευής του είναι το ξύλο και το καλάμι. Μουσικά έχει έκταση 1 οκτάβα και 2 νότες. Οι πιο κοντοί ζουρνάδες κατασκευάζονται στη δυτική Ρούμελη και στην Πελοπόννησο, ενώ οι μακρύτεροι στη Μακεδονία. Συνήθως παίζουν δυο μαζί (ένας για τη μελωδία και ο άλλος για το ίσο). Μαζί με το νταούλι αποτελούν το (κύριο) παραδοσιακό μουσικό σχήμα (ζύγια) της στεριανής Ελλάδας, κατάλληλο για ανοικτό χώρο. Ο ζουρνάς είναι ευρέως διαδεδομένος στην Πελοπόννησο (Πίπιζα), Στερεά και Μακεδονία (Ζουρνάς), ενώ συγγενικά όργανα υπάρχουν σε όλη την Ανατολή, από τη Β. Αφρική ως την Ινδία και την Κίνα.
Ο ζουρνάς φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη, περίπου από 22 έως 60εκ. από διάφορα ξύλα: οξιά, κερασιά, καρυδιά, ελιά, μαυρομουριά, κουμαριά, βερικοκιά, μουσμουλιά, ρείκι, σφεντάμι και σπάνια από έβενο. Φτιάχνεται, επίσης και από πάφιλα (λεπτό ορειχάλκινο έλασμα), για να μη σπάει εύκολα, αν και η ποιότητα του ήχου υστερεί σε σύγκριση με τον ξύλινο ζουρνά.
Κάθε ζουρνάς αποτελείται από τρία μέρη: τον κυρίως ζουρνά, τον κλέφτη και το κανέλι με την τσαμπούνα. Ο σωλήνας του ζουρνά – συνήθως ελαφρά κωνικός κάποτε όμως και κυλινδρικός – καταλήγει σε ένα χωνί, περισσότερο ή λιγότερο ανοιχτό. Φτιάχνεται από ξερό και χωρίς ρόζους ξύλο, για να αντέχει στο δούλεμα και στις καιρικές μεταβολές, και το τοίχωμά του πρέπει να είναι ισόπαχο και λεπτό. Το τελευταίο αυτό συμβάλλει στην καθαρότητα, την ένταση και την ποιότητα του ήχου. Το σωλήνα τον τρυπούν σήμερα με τρυπάνι, παλιότερα με πυρακτωμένη λεπτή σιδερένια βέργα. Σήμερα, άμα ραγίσει ο ζουρνάς, τον τυλίγουν με μια κύστη από σφαγμένο ζώο. Με τον καιρό η φούσκα ξεραίνεται και γίνεται ένα με το ξύλο και έτσι το προφυλάσσει από μελλοντικά ραγίσματα.
Στην επάνω μεριά μπαίνει ο κλέφτης, που πρέπει να εφαρμόζει καλά για να μη χάνεται καθόλου αέρας στο φύσημα. Στον κλέφτη προσαρμόζουμε το κανέλι με την τσαμπούνα και το οποίο είναι ένα λεπτό από πάφιλα, κυλινδρικό σωληνάκι στο οποίο δένουν το καλαμένιο διπλό γλωσσίδι, την τσαμπούνα. Εξάρτημα του ζουρνά είναι και η φούρλα, ένας δίσκος από κόκαλο, μέταλλο ή ξύλο. Τρυπημένη στο κέντρο, την περνούν από το γλωσσίδι και την αφήνουν να καθίσει στο κέντρο. Στο παίξιμο ο ζουρνατζής ακουμπάει τα χείλια του στη φούρλα και αυτό το βοηθάει να φυσάει ευκολότερα. Η φούρλα, αν και δεν διαφέρει μορφολογικά, λειτουργεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που λειτουργεί η φοβία στον αρχαιοελληνικό αυλό.
Ο ζουρνάς έχει 7 τρύπες μπροστά, σε ίση απόσταση η μια από την άλλη και μία τρύπα πίσω για τον αντίχειρα. Εκτός απ? αυτές τις τρύπες έχει και άλλες στο κάτω μέρος του ηχείου, οι οποίες δεν πατιόνται ποτέ και επιδρούν στην τονικότητα του οργάνου και την ποιότητα του ήχου.
Στο παίξιμο του ζουρνά το γλωσσίδι μπαίνει όλο στο στόμα. Με το φύσημα τα δυο χείλια του γλωσσιδιού πάλλονται δημιουργώντας τον ήχο. Χαρακτηριστική είναι η τεχνική που χρησιμοποιεί ο ζουρνατζής. Ενώ εξακολουθεί να παίζει, εισπνέει ταυτόχρονα αέρα από τη μύτη, τον αποθηκεύει στη στοματική κοιλότητα, για να τον χρησιμοποιήσει σε λίγο, αντικαθιστώντας τον με νέο αέρα, χωρίς να σταματήσει να παίζει το όργανό του.
Η έκταση της διατονικής κλίμακας που δίνει ο ζουρνάς είναι μια οκτάβα και δυο φθόγγοι. Με δυνατότερο φύσημα και περισσότερο σφίξιμο στα χείλη, ο ζουρνατζής δίνει πολύ περισσότερους τόνους, όμως αυτό δεν γίνεται συχνά γιατί είναι πολύ κουραστικό. Το ύψος της τονικής εξαρτάται από το μήκος του ζουρνά και του γλωσσιδιού. Με τους καταλλήλους δαχτυλισμούς και φύσημα, ο ζουρνατζής εξουδετερώνει τις όποιες κατασκευαστικές ατέλειες του οργάνου και δίνει τα διαστήματα της φυσικής κλίμακας.
Με τον οξύ διαπεραστικό ήχο, ο ζουρνάς είναι ένα όργανο για ανοιχτό χώρο. Στο παίξιμο του ζουρνά δεν έχουμε διακυμάνσεις δυναμικής. Στο μονοφωνικό αυτό όργανο, ο ζουρνατζής ξεμπολιάζει διαρκώς τη μελωδία με τρίλιες και με άλλα μουσικά στολίδια. Ο ζουρνάς παίζεται πάντα με το νταούλι. Συνήθως παίζουν ένας ζουρνάς και ένα νταούλι ή δύο ζουρνάδες και ένας νταούλι. Παλιότερα ωστόσο, στα πανηγύρια και τις μεγάλες γιορτές του χρόνου, που χόρευαν εκατοντάδες άνθρωποι, έπαιζαν και 3 με 4 ζουρνάδες μαζί με δύο ή και τρία νταούλια.
ΕΓΧΟΡΔΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ
Ομάδα εργασίας: Παπαδόπουλος Αντώνιος
Κοζίδης Βασίλειος
Παπανικολάου Ευδοξία
Καρήκλα Φανή
Η δεύτερη ομάδα εργασίας ασχολήθηκε με τα έγχορδα μουσικά όργανα και, συγκεκριμένα, τον τζουρά, τον μπαγλαμά και τον κεμανέ:
Έγχορδα ονομάζονται τα μουσικά όργανα τα οποία διαθέτουν χορδές για την παραγωγή του ήχου. Τέτοια όργανα είναι: η κιθάρα, το μπάσο, το βιολί, το βιολοντσέλο, η βιόλα, το σαντούρι, το κανονάκι, το μπουζούκι, η άρπα, η λύρα κ.ά.
Έγχορδα νυκτά ονομάζονται τα έγχορδα μουσικά όργανα από τα οποία ο ήχος παράγεται με τη νύξη των χορδών τους (δηλ. το τράβηγμά τους) που γίνεται είτε με τα δάχτυλα είτε με πένα. Τέτοια όργανα είναι: η κιθάρα (κλασική κιθάρα, ακουστική κιθάρα, ισπανική κιθάρα, ηλεκτρική κιθάρα), το μπάσο, το κανονάκι, το μπουζούκι κ.ά.
Έγχορδα τοξωτά ονομάζονται τα έγχορδα μουσικά όργανα από τα οποία ο ήχος παράγεται με τη χρήση δοξαριού, το οποίο θέτει σε παλμική κίνηση τις χορδές. Τέτοια όργανα είναι: το βιολί, το βιολοντσέλο, η βιόλα, το κοντραμπάσο, η λύρα κ.ά. Όλα τα τοξωτά μπορούν να παιχθούν και σαν τα νυκτά όταν το απαιτεί ο συνθέτης, συνήθως με τη χρήση των δακτύλων, που στην μουσική ορολογία λέγεται pizzicato.
ΤΖΟΥΡΑΣ
Ο τζουράς είναι νυκτό μουσικό όργανο, οκτάχορδο ή εξάχορδο. Θεωρείται μικρογραφία του μπουζουκιού, καθώς έχει μανίκι και κεφαλάρι όμοιο, αλλά μικρότερο σκάφος, περίπου διπλάσιο από τον μπαγλαμά. Κατασκευάζεται από τα ίδια υλικά και με παρόμοιες τεχνικές με το μπουζούκι και ανήκει και αυτό το ίδιο, στα έγχορδα λαϊκά όργανα της οικογένειας των λαούτων, εξέλιξη του ταμπουρά, που θεωρείται απόγονος της αρχαιοελληνικής πανδούρας ή πανδουρίδας ή πανδούριο.
Το κούρδισμά του είναι σε ΡΕ ΛΑ ΡΕ.
Ο ήχος του θυμίζει μπουζούκι, αλλά έχει τη δική του ιδιαίτερη χροιά, γι? αυτό ο τζουράς έχει κατακτήσει τη θέση που έχει σήμερα στην ελληνική λαϊκή ορχήστρα.
ΜΠΑΓΛΑΜΑΣ
Ο μπαγλαμάς ή μπαγλαμαδάκι, είναι νυκτό μουσικό όργανο, όπως κι ο ταμπουράς, μετεξέλιξη της αρχαιοελληνικής πανδούρας και μικρογραφία του μπουζουκιού, που χρησιμοποιείται στην ελληνική λαϊκή μουσική. Κατά κανόνα έχει τρεις διπλές χορδές. Ο ήχος του μπαγλαμά είναι οξύς. Κάθε χορδή κουρδίζεται μία οκτάβα υψηλότερα από την αντίστοιχη στο μπουζούκι. Ο λόγος που ο μπαγλαμάς έχει μικρότερες διαστάσεις είναι ότι έτσι θα μπορούσαν οι παίχτες να τον κρύψουν εύκολα αφού απαγορευόταν επί τουρκοκρατίας και μετέπειτα επί δικτατορίας.
Λαογραφία
Πολλά είναι τα ελληνικά λαϊκά τραγούδια που έχουν ως τίτλο τους τον μπαγλαμά ή αναφέρονται σ΄ αυτό το όργανο. Σημαντικότερα και γνωστότερα εξ αυτών είναι:
«Αχ ο μπαγλαμάς», «Ο Μπαγλαμάς» (Λ. Παπαδόπουλου), «Θα βρω μουρμούρη μπαγλαμά» (Ευτ. Παπαγιαννοπούλου), «Μ΄ αργιλέ και μπαγλαμάδες» (Στ. Περπινιάδη), «Το Μπαγλαμαδάκι» (Καπλάνη), «Μπαγλαμαδάκια» (Θωμαΐδου), «Όταν καπνίζει ο λουλάς» (Μητσάκη), «Της μαστούρας ο σκοπός», «Δεν τελιώνουνε τ’αλάνια» (Τσιτσάνη), «Τη ζούλα μου ανακάλυψαν» (Την κρυψώνα, την καβάτζα) (Σκουρτέλη) , «Ο Ξεμάγκας (Βαρέθηκα τον αργιλέ) – Ρίτα Αμπατζή (Βαγγέλη Παπαζογλου)», «Κανείς εδώ δεν τραγουδά» (Ν. Παπάζογλου), «Καραντουζένι κούρδισα», (μάλλον του Γενίτσαρη), «Νρίγκι-ντρίγκι τα μπαγλαμαδάκια» (Καραμπεσίνη), «Μου σπάσανε το μπαγλαμά» (Πάνος Γαβαλάς) κ.ά.
Εκφράσεις
Ο όρος “μπαγλαμάς” χρησιμοποιείται στις ελληνικές δημώδεις εκφράσεις ως χαρακτηρισμό συνήθως ανθρώπου που δεν έχει λόγο, μπέσα και για περιπτώσεις που κάνει κακό χωρίς λόγο π.χ. Ρε μπαγλαμά!, ή Α ρε μπαγλαμά!
ΚΕΜΑΝΕΣ
Φιαλόσχημο έγχορδο όργανο με δοξάρι των Ελλήνων της Καππαδοκίας. Έχει έξι κύριες χορδές κουρδισμένες σε πέμπτες και τέταρτες και έξι χορδές συμπαθητικές, σε ταυτοφωνία ή σε διάστημα οκτάβας με τις κύριες. Αυτές ηχούν «συμπαθητικά» όταν παίζονται οι κύριες χορδές και πλουτίζουν σε αρμονικές τον ήχο του οργάνου. Ο κεμανές που έπαιζαν οι Έλληνες της Καππαδοκίας, είναι ένα έγχορδο όργανο με τόξο. Έχει μακρόστενο φιαλόσχημο ηχείο, κοντό χέρι με ταστιέρα χωρίς τάστα, κεφαλή όπως του βιολιού και κλειδιά από τα πλάγια, έξι χορδές, έξι συμπαθητικές χορδές και δύο συνήθως ψυχές. Φτιάχνεται, σε γενικές γραμμές, όπως η αχλαδόσχημη λύρα, με τα ίδια υλικά: σκληρά ξύλα για το ηχείο, το χέρι και την κεφαλή, που γίνονται συνήθως από μονοκόμματο ξύλο, και μαλακά ξύλα για το καπάκι. Οι συμπαθητικές χορδές προχωρούν κάτω από την ταστιέρα, περνούν μέσα από τρύπες ανοιγμένες στον καβαλάρη (κάτω από τις κύριες χορδές) και δένονται κάτω από τον κορδοδέτη. Το δοξάρι του ήταν παλιότερα κυρτό, με τρίχες από ουρά αλόγου, ενώ σήμερα, όσοι ακόμα παίζουν κεμανέ, χρησιμοποιούν δοξάρι βιολιού.
Ο κεμανές παίζεται, όπως η λύρα, ακουμπισμένος πάνω στο αριστερό πόδι. Τα δάχτυλα πατούν τις χορδές με την ψίχα, και όχι με το νύχι, και οι έξι χορδές ? παλιότερα εντέρινες και σήμερα οι μετάλλινες του εμπορίου ? κουρντίζονται κατά πέμπτες και τέταρτες καθαρές: τρεις πέμπτες και δύο τέταρτες ή τέσσερις πέμπτες και μία τέταρτη (οι πέμπτες στη χαμηλότερη περιοχή). Οι συμπαθητικές χορδές κουρντίζονται σε ταυτοφωνία ή σε διάστημα οκτάβας (χαμηλότερης ή ψηλότερης) με τις κύριες χορδές του οργάνου. Στο παίξιμο το δοξάρι τρίβει συχνά τη δεύτερη χορδή μαζί με την πρώτη ή τη δεύτερη και την τρίτη χορδή μαζί, συνοδεύοντας έτσι τη μελωδία, που παίζεται κυρίως στην πρώτη, υψηλότερα κουρντισμένη, χορδή, με μια υποτυπώδη «αρμονία», μ? ένα ίσο.
ΚΡΟΥΣΤΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ
Ομάδα εργασίας: Ευθυμίου Δήμητρα
Τραγιαννόπουλος Σωτήριος
Αργυρίου Σωτήριος
Τσίτσας Δημήτριος
Περηφανόπουλος Μωυσής
Η τρίτη ομάδα εργασίας ασχολήθηκε με τα κρουστά μουσικά όργανα και, συγκεκριμένα, τις καστανιέτες, το ξυλόφωνο, τα τυμπάνια και το νταούλι:
Τα κρουστά ή percussion instruments είναι μια μεγάλη οικογένεια μουσικών οργάνων. Ονομάζονται κρουστά επειδή ο ήχος που παράγουν προκαλείται από κρούση είτε κάποιου ειδικού εξαρτήματος (σφυράκι ή μπαγκέτα) είτε του χεριού πάνω σε αυτά. Διαιρούνται σε διάφορες κατηγορίες, ανάλογα με τον τρόπο που τα χρησιμοποιούμε και τον καθορισμό ή όχι της τονικής τους οξύτητας: Υπάρχουν κρουστά που παράγουν κρότο (άτονα) αλλά και κρουστά που παράγουν τόνο (μουσική νότα).
Παραδείγματα: Τύμπανα, Τομ, Ταμπούρο, Κύμβαλα, Πιατίνια, Νταούλι, Ντέφι, Ξυλόφωνο, Καστανιέτα, Ντραμς
Τα Κρουστά όργανα χωρίζονται:
-Στα κλασικά κρουστά της ορχήστρας (ταμπούρο, τύμπανο, κύμβαλα ή πιάτα, ξυλόφωνο, γκραν κάσα, τρίγωνο και πλήθος άλλων, που χρησιμοποιούνται κατά περίσταση).
-Τα παραδοσιακά κρουστά, που ποικίλουν κατά τόπο (τουμπελέκι, ντέφι, νταούλι, νταϊρές κ.ά.).
-Τα μοντέρνα κρουστά (ντραμς κ.ά.)
Επίσης, χωρίζονται σε κουρδιζόμενα και μη κουρδιζόμενα.
Τα μη κουρδιζόμενα δεν μπορούν να παραγάγουν νότες, να φτιάξουν τόνους, ημιτόνια, οκτάβες κ.ά., με τον τρόπο που τις παράγουν μελωδικά όργανα όπως ένα πιάνο, μια κιθάρα, ένα βιολί κ.ο.κ. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν το τουμπελέκι, το ντέφι, τα κύμβαλα, το νταούλι, το τρίγωνο κ.λπ.
Τα κουρδιζόμενα μπορούν να παραγάγουν νότες, να φτιάξουν τόνους, ημιτόνια, οκτάβες. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα τυμπάνια, τα ξυλόφωνα, τα μεταλλόφωνα κ.λπ.
ΚΑΣΤΑΝΙΕΤΕΣ
Οι καστανιέτες ή καστανιέττες είναι κρουστό μουσικό όργανο, το οποίο κατατάσσεται στα ιδιόφωνα, με χαρακτηριστικό ήχο κροτάλων. Αποτελείται από δύο ξύλινα, όμοια μεταξύ τους στρογγυλά και κοίλα τμήματα, σαν τα επικαλύματα των καστάνων, που ενώνονται με κορδόνι ή ταινία και περνιούνται στα δάκτυλα του οργανοπαίκτη, έτσι ώστε να παραμένουν ανοικτά και με την πίεση του αντίχειρα και του μέσου δακτύλου να κτυπούν μεταξύ τους και να παράγουν τον ιδιάζοντα ήχο.
Χρησιμοποιούνται κυρίως στους ισπανικούς χορούς και ρυθμούς μουσικής τονίζοντας χορευτικές κινήσεις και υπογραμμίζοντας το ρυθμό. Χαρακτηριστικό είναι το άκουσμα της καστανιέτας στην πασίγνωστη διεθνώς μουσική υπόκρουση της “ισπανικής υποχώρησης”.
ΞΥΛΟΦΩΝΟ
Το ξυλόφωνο είναι κρουστό μουσικό όργανο, το οποίο αποτελείται από σειρά ξύλινων ημικυλινδρικών πλακών ίδιου πλάτους και πάχους, αλλά διαφορετικού μήκους, οι οποίες στηρίζονται σε δυο σημεία από ελαστικό και παράγουν φθόγγους δύο ή και τριών μουσικών κλιμάκων με τη χρήση μπαγκετών.
Η προέλευση του ξυλόφωνου είναι μάλλον από τη νοτιοανατολική Ασία, όπως για παράδειγμα στη μουσική της Ινδονησίας. Ήρθε πιθανότατα στην Ευρώπη κατά την εποχή των Σταυροφοριών, ενώ συσχετίστηκε σε μεγάλο βαθμό με τη λαϊκή παραδοσιακή μουσική των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης.
ΤΥΜΠΑΝΙΑ
Τα τυμπάνια είναι κρουστά όργανα της κατηγορίας των μεμβρανόφωνων. Τα τυμπάνια της συμφωνικής ορχήστρας είναι ημισφαιρικοί λέβητες, καλυμμένοι στο στόμιό τους με μεμβράνη από τεχνητό ή φυσικό δέρμα, το οποίο τεντώνει ή χαλαρώνει με ένα μηχανισμό που βρίσκεται στο χείλος του τύμπανου. Με αυτόν τον τρόπο ρυθμίζεται το τονικό ύψος του ήχου που παράγει η μεμβράνη.
ΝΤΑΟΥΛΙ
Το νταούλι είναι μεμβρανόφωνο μουσικό όργανο της ελληνικής λαϊκής και δημοτικής μουσικής που συναντάται κυρίως στην ηπειρωτική Ελλάδα. Το μέγεθός του ποικίλλει και για την κατασκευή του χρησιμοποιούνται δέρματα από κατσίκι ή πρόβατο και παλαιότερα από λύκο ή γαϊδούρι. Ο οργανοπαίκτης (νταουλιέρης), το κρεμάει στον αριστερό του ώμο και το κτυπάει στη δεξιά πλευρά με το νταουλόξυλο και στην αριστερή με πιο λεπτό ξύλο, τη βέργα. Ο ήχος που δημιουργείται από τη δεξιά πλευρά είναι βαρύτερος και από την αριστερή οξύτερος. Το νταούλι (τύμπανο) συνοδεύει συχνά το κλαρίνο και το ζουρνά στα χοροστάσια των λαϊκών πανηγυριών και παλαιότερα συμμετείχε με συνδυασμούς οργάνων στη βυζαντινή στρατιωτική μουσική. Μια πολύ γνωστή χρήση του νταουλιού σε δρώμενα του καιρού μας είναι τα περίφημα Αναστενάρια.
Παρουσίαση Κατηγορίες Μουσικών Οργάνων